top of page

Η επιδημία της γκρίζας πολυκατοικίας στο Λεκανοπέδιο

«Κόπιες» ενός τύπου κτιρίου εξαπλώνονται σε όλη την πρωτεύουσα - μία αρχιτεκτονική μόδα που διαμορφώνει βουβά την αισθητική της πόλης.


Η επιδημία της γκρίζας πολυκατοικίας στο Λεκανοπέδιο

Στην αρχή εμφανίστηκε ως αρχιτεκτονική εξτραβαγκάντσα. Ηταν λίγο πριν από την ανατολή του νέου αιώνα, κάπου ανάμεσα στον χρηματιστηριακό παροξυσμό και τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, όταν έκανε δειλά στο αναδυόμενο Γκάζι ένα νέο για την Αθήνα οικιστικό υβρίδιο, το οποίο παρέπεμπε σε μια πιο βιομηχανική αισθητική, η οποία άνθησε τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 σε κάποτε περιθωριακές γειτονιές της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου, που αργότερα έκαναν όνομα ως δημιουργικά και καλλιτεχνικά θερμοκήπια.


Τα πρώτα αθηναϊκά λοφτ στις παρυφές της οδού Πειραιώς ανέτρεπαν την αρχιτεκτονική ορθοδοξία της μεταπολεμικής ελληνικής πολυκατοικίας, «πείραζαν» την πρόσοψη προτείνοντας μια «βέβηλη» γεωμετρία με ανισομερείς όγκους και απρόβλεπτες κατόψεις και επιδεικνύοντας, ταυτόχρονα, προκλητική αδιαφορία για θεμελιώδη συστατικά του αθηναϊκού κατοικείν: οι πρασιές και τα κηπάρια είχαν εξαφανιστεί από τις μίνιμαλ εισόδους και κυρίως από την υπερπροσφορά σε χώρους στάθμευσης· υπέργειους και υπόγειους. Αλλά το σήμα κατατεθέν αυτής της ανένταχτης τυπολογίας ήταν το χρώμα των κτιρίων: ένα έντονο γκρι, δυναμικό και οριακά βλάσφημο για μια πόλη διάσημη για την κακή της σχέση με το μπετόν, προπαγάνδιζε τη σχεδιαστική της αυθάδεια στον αντίποδα των «μικροαστικών» καταναγκασμών και της προβλεψιμότητας της συνοικιακής πολυκατοικίας. Ετσι, τα λοφτ έγιναν κομμάτι μιας νέας υπό διαμόρφωση μητροπολιτικής και αισθητικής ταυτότητας, αποφασισμένης να γοητεύσει τους «νέους και ωραίους» της πόλης: τα μέλη της δημιουργικής κοινότητας, τους καλλιτέχνες, τους «ψαγμένους», τους πρώτους χίπστερ.


Η επιδημία της γκρίζας πολυκατοικίας στο Λεκανοπέδιο

Το γκρι του εργολάβου. Η τυποποιημένη μορφολογία μιας νέας γενιάς πολυκατοικιών παρουσιάζει ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά: (α) το σκούρο γκρι χρώμα στους κύριους όγκους του κτιρίου, αναφορά στο αγαπημένο χρώμα επενδυτών και εργολάβων, καθώς θεωρείται ότι προσδίδει περισσότερη «αρχιτεκτονικότητα» στην όψη, (β) τα γυάλινα στηθαία στα μπαλκόνια, αντίστοιχα, έχουν παγιωθεί ως


στοιχείο πολυτελείας, (γ) οι ηλιακοί θερμοσίφωνες επιβαρύνουν αισθητικά την πολύπαθη αθηναϊκή ταράτσα, ενώ η υποχρέωση κατασκευής χώρων στάθμευσης (δ) γίνεται συχνά η ιδανική δικαιολογία για να αποψιλώνονται δέντρα, προκήπια και πρασιές.


Σαν λοφτ, αλλά όχι ακριβώς

Το πρότζεκτ έμεινε στη μέση (λόγω της κρίσης), τα λοφτ ξεχάστηκαν αλλά όχι και η ιδεολογική και αισθητική τους παρακαταθήκη. Με την εκρηκτική επανεκκίνηση της οικοδομής, ένας νέος τύπος πολυκατοικίας άρχισε να αναπαράγεται με φρενήρεις ρυθμούς. Επωφελούμενες και του περίφημου Νέου Οικοδομικού Κανονισμού που ισχύει από το 2012 και παρέχει μπόνους σε ύψος και τετραγωνικά μέτρα έναντι λήψης μέτρων εκσυγχρονισμού της ενεργειακής τους απόδοσης, οι νέες αυτές πολυκατοικίες διατήρησαν ορισμένα από τα πιο ισχυρά «ταυτοτικά» στοιχεία των παροπλισμένων λοφτ: πλήρης κάλυψη των οικοπέδων, αντικατάσταση του υψηλού πρασίνου (δέντρα) και των προκηπίων από «στοιχεία πρασίνου» διακοσμητικού χαρακτήρα ή και από το απολύτως τίποτα, με τη δικαιολογία της υποχρέωσης δημιουργίας θέσεων στάθμευσης, τόσο πάνω όσο και κάτω από το έδαφος, σταδιακή κατάργηση της εισόδου (κάποτε θεμελιώδες στοιχείο κύρους της αστικής πολυκατοικίας της Αθήνας), μεγάλα ανοίγματα και κάθετες ξύλινες ή μεταλλικές περσίδες, και κυρίως θρησκευτική προσήλωση στη χρωματική παλέτα των λοφτ, με κάθε πιθανή και απίθανη απόχρωση του αγαπημένου γκρι.

«Στις καινούργιες πολυκατοικίες επικρατεί το σκούρο γκρι χρώμα στους κύριους όγκους και το άσπρο περιμετρικά, τα γυάλινα στηθαία στα μπαλκόνια, τα μεγάλα ανοίγματα και οι κάθετες ξύλινες περσίδες».

Ο αρχιτέκτονας Γιάννης Δουρίδας, επικεφαλής του γραφείου R.C.Tech, μας λέει ότι στην ελληνική αρχιτεκτονική αργκό αυτό είναι το περίφημο «γκρίζο του επενδυτή ή του εργολάβου». Πώς το εννοεί ο ίδιος; «Ενα γενικής εφαρμογής χρώμα που πιθανότατα πηγάζει από τα κτίσματα που φέρουν όψεις εμφανούς σκυροδέματος, υλικού που δεσπόζει στα εξώφυλλα περιοδικών και κατά συνέπεια παράγει και φθηνές απομιμήσεις. Επίσης, αποτελεί μια εύκολη επιλογή που υποστηρίζει τη λογική του “μίνιμαλ” η οποία διέπει τον σχεδιασμό των εν λόγω κτιρίων τις τελευταίες δεκαετίες, παρέχοντας ασφάλεια, καθώς δεν προσβάλλει οποιοδήποτε άλλο στοιχείο επιστρατευτεί στον σχεδιασμό». Στην ίδια λογική εντάσσεται και η ζήτηση για ένα είδος παγιωμένου λουξ, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το γυάλινο στηθαίο στα μπαλκόνια. «Προέρχεται από κατοικίες και κτίρια που απολαμβάνουν φαντασμαγορική θέα, εξυπηρετώντας την απρόσκοπτη παρατήρησή τους από το εσωτερικό και προσδίδοντας με αυτόν τον τρόπο μια επιπλέον πτυχή πολυτελείας. Πλέον έχει επεκταθεί σε κάθε γωνιά της Αθήνας, ακόμη κι αν η θέα του διαμερίσματος είναι το μπαλκόνι της απέναντι πολυκατοικίας, σε απόσταση μερικών μέτρων. Μια παραφωνία που συντελείται, καθώς ο παράγοντας πολυτέλεια έχει συσσωρευτεί εννοιολογικά στο γυάλινο στηθαίο το ίδιο, παρά στον σκοπό που εξυπηρετούσε».


Η επιδημία της γκρίζας πολυκατοικίας στο Λεκανοπέδιο

Ντιζάιν για όλους


Αυτός ο νέος τύπος πολυκατοικίας, όσο καταστροφικός κι αν αποδειχθεί στο μέλλον για το μικροκλίμα της αθηναϊκής γειτονιάς (αδιαπέραστα μέτωπα καλαίσθητων αλλά πολυώροφων κτιρίων, αποψιλωμένα από πράσινο και με τις αναπόφευκτες απώλειες σε φως και αερισμό στη μικρή κλίμακα των περισσότερων συνοικιακών δρόμων), εμφανίζει πολύ μεγάλη διάχυση σε ολόκληρο το λεκανοπέδιο, από τις πιο ακριβές εκδοχές του, σε βόρεια και νότια προάστια, μέχρι τις πιο οικονομικές, σε περιοχές του Πειραιά, αλλά και δυτικά του Κηφισού.


Μεγαλύτερες ή και μικρότερες εργοληπτικές εταιρείες ανέγερσης και πώλησης ακινήτων διαφημίζουν σχεδόν πανομοιότυπες κατασκευές είτε πρόκειται για την Κηφισιά, τον Κολωνό, το Παγκράτι ή τα Καμίνια. Η βασική διαφορά εντοπίζεται συνήθως στο μέγεθος του οικοπέδου. Στις πιο λαϊκές γειτονιές τα οικόπεδα είναι μικροσκοπικά και το αποτέλεσμα μπορεί να είναι οριακά γκροτέσκο. Αλλά κι αυτή η, ας πούμε, υστέρηση διασκεδάζεται από την υπερεπένδυση στο ντιζάιν της πρόσοψης. Ολα τα υπόλοιπα έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι μέσω αυτής της διαταξικής πρόσβασης σε πολυκατοικίες με «αισθητική λοφτ» επιτυγχάνεται η πολυπόθητη σύγκλιση των κοινωνικών διαφοροποιήσεων. Υπό μία έννοια όλοι έχουν δικαίωμα στο όνειρο. Εστω κι αν η πραγματική ποιότητα των κατασκευών που παρελαύνουν από τις ιστοσελίδες των διαδικτυακών διαφημίσεων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την οικονομική επιφάνεια του εργολάβου και των δυνητικών πελατών. Είναι γεγονός όμως ότι αυτή η μορφολογική ομογενοποίηση μας φέρνει πιο κοντά σε μια μορφή εκδημοκρατισμού του γούστου, όπως το έκαναν τα ΙΚΕΑ στη λιανική αγορά του επίπλου. Ωστόσο, το βασικό ερώτημα παραμένει: έχουμε μια εξίσωση προς τα πάνω ή προς τα κάτω; Το χάσμα ανάμεσα στα προάστια ανοίγει ή κλείνει; Μια βασική παράμετρος εδώ είναι η άγνωστη συμπεριφορά των νέων οικοδομών στο μέλλον. Οι ενδείξεις που έχουμε από τη σημερινή εικόνα των πολυκατοικιών που χτίστηκαν τη δεκαετία του 1990 δεν είναι πολύ ενθαρρυντική. Η αρχιτέκτονας Γιάννα Παυλίδου – Αποστολάκου πιστεύει ότι «θεωρητικά» εναπόκειται στους αρχιτέκτονες να χρησιμοποιήσουν δημιουργικά τους περιορισμούς και τις διατάξεις των κανονισμών προς όφελος των έργων. Αυτό όμως προϋποθέτει αφοσίωση, εντρύφηση, ταλέντο, πίστη, πείσμα και αμέριστο χρόνο στη μελέτη. Δύσκολα όλα αυτά. Και με πίεση των αμοιβών προς τα κάτω εκ μέρους των εργολάβων· σε όσους φυσικά ανέθεταν τις μελέτες σε αρχιτέκτονες και με πολύ πίεση χρόνου.


Άλιμος

Και μετά την κρίση φτάσαμε στις μέρες μας στο άλλο άκρο. Να είναι σε έξαρση το χτίσιμο, η αντιπαροχή, να γκρεμίζονται εμβληματικές μοντερνιστικές μονοκατοικίες του Μεσοπολέμου, αλλά και του ’50 και ’60 στα βόρεια και νότια προάστια, που θα έπρεπε να διατηρηθούν, να χάνονται κήποι, προκήπια και πρασιές. Στις καινούργιες πολυκατοικίες να δίνεται η ίδια πανομοιότυπη μορφολογία, με εξαιρέσεις φυσικά για να μη γενικεύουμε. Να επικρατεί το σκούρο γκρι χρώμα στους κύριους όγκους και το άσπρο περιμετρικά, τα γυάλινα στηθαία στα μπαλκόνια, τα μεγάλα ανοίγματα και οι κάθετες ξύλινες περσίδες.


Η αισθητική αυτή δεν είναι για μένα κακή αναγκαστικά, αλλά όταν επαναλαμβάνεται συνέχεια καταντάει ανιαρή. Ελλειψη φαντασίας; Αντιγράφει ο ένας τον άλλον; Ισως οι χαμηλές αμοιβές και η πίεση χρόνου;».

Ο «αποικισμός» των προαστίων και το φρένο από το ΣτΕ

Πώς οι αρχιτέκτονες αναγκάζονται να συνθηκολογήσουν με τις απαιτήσεις και τις σφιχτές προθεσμίες κατασκευαστών και «επενδυτών».


Η Αθήνα και τα προάστιά της βιώνουν ένα δεύτερο κύμα ανοικοδόμησης τα τελευταία πενήντα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Το πρώτο ήταν η οικοδομική έκρηξη τις δεκαετίες του ’90 και του 2000 στον απόηχο του ευνοϊκού οικονομικού κύκλου εκείνης της εποχής και το δεύτερο ήταν αποτέλεσμα της συμπίεσης της οικοδομικής δραστηριότητας την περίοδο της κρίσης, οπότε και λειτούργησε το φαινόμενο του ελατηρίου. Σ’ αυτό το σημείο βρισκόμαστε σήμερα.


Από το 2017 και μετά καταγράφεται μεγάλος αριθμός κατεδαφίσεων μονοκατοικιών στα προάστια και τις συνοικίες της πόλης. Οι απώλειες σε περιοχές όπως η Γλυφάδα, το Παλαιό Φάληρο, ο Αλιμος, η Νέα Σμύρνη, το Νέο Ψυχικό, το Χαλάνδρι, του Παπάγου, ο Χολαργός είναι δραματικές. Ακόμη και σε πολύ κεντρικές συνοικίες, όπως το Παγκράτι, εξαφανίζονται οι τελευταίοι μάρτυρες μιας όχι και τόσο παλαιάς συνθήκης. Καθώς η συντριπτική πλειονότητα των κτιρίων που πέφτουν δεν προστατεύεται ως «ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής αξίας», οι πολυκατοικίες που ανεγείρονται στη θέση τους συγκροτούν συμπαγή ενιαία μέτωπα αλλοιώνοντας τελεσίδικα τον προαστιακό χαρακτήρα ολόκληρων περιοχών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα ζωής εκατοντάδων χιλιάδων κατοίκων.   


«Η μεταμόρφωση της Αθήνας μεταπολεμικά αναπτύχθηκε με βασικό όχημα τους εργολάβους», μας λέει ο Γιάννης Δουρίδας, ο οποίος παραδέχεται ότι έχει βρεθεί κι ο ίδιος σε πολύ δύσκολη θέση όταν αντιλαμβάνεται ότι ως αρχιτέκτονας έχει το δικό του μερίδιο ευθύνης σε αυτό το μεταβατικό σκηνικό. «Σήμερα τη θέση των εργολάβων έχουν πάρει οι επενδυτές. Υστερα από μια δεκαετία κρίσης υπάρχει πλέον το κεφάλαιο για ανακαίνιση υφιστάμενων κτιρίων, αλλά και οικοδόμηση νέων. Δυστυχώς, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, αυτή η αναγκαία ανάπτυξη γίνεται εις βάρος του τοπικού χαρακτήρα της γειτονιάς και του πρασίνου, με μια ατζέντα αισθητικής προσκολλημένη σε μια ψευδοπολυτέλεια, που πολλές φορές δεν συνάδει με τις πραγματικές ανάγκες της τοπικής κοινωνίας». Πάντως, ενόψει της τελικής κρίσης του Συμβουλίου της Επικρατείας για τα ευεργετήματα του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού, καταγράφεται σοβαρή μείωση της δομήσιμης επιφάνειας, αλλά και του όγκου στις νέες οικοδομικές άδειες που έχουν εκδοθεί στην Αττική το τρίμηνο Μαΐου – Ιουλίου 2024, με βάση τα σχετικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Πιο συγκεκριμένα, τον Ιούλιο η επιφάνεια ήταν κατά 33% μικρότερη ανά άδεια σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2023. Αντιστοίχως, ο όγκος ήταν μικρότερος κατά 14,3% ανά άδεια, συγκριτικά με πέρυσι. Τον Ιούνιο η πτώση της επιφάνειας ανά άδεια σε σχέση με πέρυσι ήταν ακόμη μεγαλύτερη, φτάνοντας το 52,7%, ενώ μείωση κατά 32,3% σημείωσε και ο όγκος ανά άδεια.


Νέο Φάληρο

«Φαύλος κύκλος»


Η τυποποιημένη μορφολογία και η αποθέωση της αισθητικής είναι η κορυφή του παγόβουνου, ισχυρίζεται ο Χάρης Μπίσκος, αρχιτέκτονας, επιμελητής και διεθνής εμπειρογνώμονας σε πρωτοβουλίες για τις πόλεις της Ευρώπης. 

«Χρειάζεται να διαρρήξουμε τον φαύλο κύκλο των προτύπων που αναπαράγουν την ελληνική πολυκατοικία και τα οποία επαναλαμβάνονται αδιάκοπα στη σύγχρονη ελληνική πόλη. Αυτά δεν είναι άλλα από τον μικρομεσαίο επενδυτή – εργολάβο και την κουλτούρα της πολυϊδιοκτησίας. Από τη μια μεριά ο μικρομεσαίος επενδυτής – εργολάβος είναι ο κατεξοχήν δημιουργός της ελληνικής πολυκατοικίας, αποκτά γη και επενδύει σε κατασκευές χαμηλού κόστους, που πληρούν παρά μόνο τις ελάχιστες προδιαγραφές του γενικού οικοδομικού κανονισμού. Από την άλλη μεριά, το διαρκές καθεστώς πολυϊδιοκτησίας, δυσχεραίνει τη διαχείριση σε βάθος χρόνου, τη λήψη συλλογικών αποφάσεων και την οργάνωση γενναίων παρεμβάσεων αναβάθμισης στα κτίρια κατοικιών».


Ο Γιάννης Δουρίδας προσθέτει ότι δύο εξίσου σημαντικές παράμετροι έχουν επηρεάσει δραματικά τη μορφολογική κατεύθυνση της μεταπανδημικής Αθήνας: πρώτον, η φύση και το υπόβαθρο του επενδυτή, ο οποίος όχι μόνο αδιαφορεί για το αισθητικό αποτέλεσμα, αλλά και για τον τρόπο που κατοικεί κανείς μέσα σε ένα σπίτι. «Κατά κύριο λόγο πρόκειται για επενδυτές προερχόμενους από άλλες χώρες, αλλά και εγχώριο κεφάλαιο ευκαιριακού χαρακτήρα, που πολλές φορές δεν σχετίζεται με τον τομέα της κατασκευής». Το δεύτερο είναι η ταχύτατη εξάπλωση της πληροφορίας η οποία δημιουργεί νέες νόρμες, με πιεστικά χρονοδιαγράμματα μελετών. «Ο μελετητής αναζητεί τη γρηγορότερη λύση, καθώς η ταχύτητα αποτελεί πλέον έναν σημαντικό παράγοντα των παρεχόμενων υπηρεσιών».


Παλαιό Φάληρο

Η μάχη του θερμοσίφωνα

Μια συνάδελφος των κ. Μπίσκου και Δουρίδα που επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία της, επιστρέφει στην ευθύνη των αρχιτεκτόνων, αν και πλήθος νέων οικοδομών δεν σχεδιάζεται από αρχιτέκτονες, όπως επισημαίνει. «Πρόσφατα στο πλαίσιο μιας σημαντικής σε μέγεθος ανάπτυξης σε προάστιο της Αθήνας ο επενδυτής επέμενε στην τοποθέτηση ηλιακών θερμοσιφώνων στην ταράτσα του κτιρίου, υπό γωνία, όπως λέμε, δηλαδή κάθετα στο έδαφος με αποτέλεσμα να είναι ορατοί και από το ύψος του δρόμου. Επέμεινα σε διαφορετικό χειρισμό, έτσι ώστε να μην καταστρέφεται ένα τόσο σημαντικό στοιχείο της κατασκευής, αλλά μου αντέτεινε ότι με διαφορετικό προσανατολισμό των σωμάτων θα υπήρχε μειωμένη απόδοση, ενώ η επένδυση σε αντλίες θερμότητας θα του κόστιζαν αρκετά ακριβότερα. Ηταν μια μάχη που έχασα. Αλλά αν το 2024, και μετά όσα έχουμε ζήσει με τις κεραίες της τηλεόρασης, τα δορυφορικά πιάτα και τους καπνοσυλλέκτες, η απάντησή μας για τις ταράτσες της Αθήνας είναι οι παρατεταγμένοι ηλιακοί θερμοσίφωνες και κανείς δεν έχει πρόβλημα με αυτό, εγώ σηκώνω τα χέρια ψηλά…». Ο κ. Δουρίδας συνεισφέρει την εμπειρία του προσθέτοντας ότι ο οικοδομικός κανονισμός προβλέπει κοινόχρηστο πράσινο, αλλά πολύ συχνά αυτό τοποθετείται στον ακάλυπτο, έτσι ώστε να εξαντληθεί η αξιοποίηση του μπροστινού μέρους του οικοπέδου  για την πρόσβαση στις θέσεις στάθμευσης… 


Μετς

Παπάγου

«Συλλογική κατοικία»


Ο κ. Μπίσκος επιμένει να μιλάει για έναν «φαύλο κύκλο» που θα μας οδηγεί διαρκώς στον ίδιο τοίχο. Γι’ αυτό πιστεύει ότι είναι απολύτως αναγκαίο να εξερευνήσουμε διευρυμένα, εναλλακτικά μοντέλα συλλογικής ιδιοκτησίας και κατοίκησης. Τα μοντέλα αυτά, που εφαρμόζονται ήδη σε χώρες της Ευρώπης και διεθνώς, βασίζονται σε πρωτοβουλίες ομάδων πολιτών και κατοίκων οι οποίοι διαμορφώνουν με συλλογικό τρόπο τη διαδικασία σχεδιασμού και κατασκευής, το τελικό αποτέλεσμα, τον τρόπο διαχείρισης των κτιρίων κατοικίας και γενικότερα τους στόχους και τη φιλοσοφία που αυτά υπηρετούν. Οι ομάδες αυτές έχουν τη δυνατότητα να συστήνουν μετοχικές εταιρείες, μικρότερης ή μεγαλύτερης κλίμακας, με κερδοσκοπικές ή μη κερδοσκοπικές νομικές μορφές, να συγκεντρώνουν αρχικό κεφάλαιο, να συνεργάζονται με την τοπική αυτοδιοίκηση η οποία μπορεί να τους παραχωρεί δημόσια γη προς εκμετάλλευση για συγκεκριμένη χρονική διάρκεια και να τους διευκολύνει στην πρόσβαση σε δανεισμό, χορηγίες και χρηματοδοτικά εργαλεία. Παράλληλα υιοθετούν συμμετοχικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων, διοργανώνουν αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς και κυρίως διαμορφώνουν τα κτίρια κατοικιών με βάση τις συλλογικές τους αξίες και φιλοσοφία, καλύπτοντας τις ανάγκες πολλών διαφορετικών ομάδων που κατοικούν σήμερα στην πόλη. «Με βάση αυτά τα πρότυπα», υπογραμμίζει ο ίδιος, «η νέα τυπολογία της πολυκατοικίας δεν θα είναι το αποτέλεσμα μιας απλής κατακόρυφης επανάληψης ιδιόκτητων διαμερισμάτων, αλλά το σύνολο διαφορετικών τυπολογιών κατοικιών που εναλλάσσονται με κοινόχρηστους χώρους και συλλογικά προγράμματα, όπως κοινόχρηστες κουζίνες, χώροι εργασίας, βιβλιοθήκες, κήποι, αστικές καλλιέργειες. Από το form follows function της παραδοσιακής ελληνικής πολυκατοικίας, στο form follows program και στο form follows performance. Ο νέος αυτός τύπος πολυκατοικίας θα μπορεί να παράγει ενέργεια, να συγκεντρώνει και να διαχειρίζεται κλιματικά δεδομένα, να διαθέτει βιώσιμο επιχειρηματικό σχέδιο που να διασφαλίζει τη μακροημέρευσή του, να προσφέρει πρόσβαση σε προσιτή στέγαση και υπηρεσίες και να διοικείται με δημοκρατικό τρόπο από τους κατοίκους, τα μέλη και τους μετόχους του, που δεν είναι πλέον ιδιοκτήτες διαμερισμάτων, αλλά συμμέτοχοι σε μια νέα ιδέα για την κατοίκηση στη σύγχρονη πόλη».


Χαλάνδρι

Χολαργός


bottom of page