Η «Σμύρνα» (1985) του Βάσου Καπάνταη είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έργα του Νεοσμυρνιού γλύπτη και αποτελεί κομμάτι της ιστορίας αυτού του τόπου. Είναι τοποθετημένη πάνω σε έναν κίονα στον λιγοστό χώρο που της επιτρέπει το κιονόκρανο-βάθρό της, στην άκρη της πλατείας της Εστίας.
Photo: Αλέξης Ηλιάδης
Συμβολισμός της Σμύρνας
Η φιγούρα μιας νεαρής γυναίκας στέκεται κρατώντας το παιδί της και αγναντεύοντας μακριά. Το φόρεμά της είναι αρχαιοπρεπές με πτυχές και διακοσμητικές σπείρες και η κίνησή της είναι αδιόρατη: σηκώνει ελαφρά το χέρι, ενώ το παιδί της κοιτά προς την ίδια κατεύθυνση, με την παλάμη του να το προστατεύει από τον ήλιο.
Η αδιόρατη κίνηση του χεριού της μητέρας μαρτυρά μια εσωτερική αναταραχή, μια ένταση που προέρχεται από την πλησμονή της πόλης με την οποία το σύμπλεγμά της τιτλοφορείται. Η έκφρασή της είναι σοβαρή και μειλίχια, απορροφημένη από μια μελαγχολική συγκέντρωση του βλέμματος και η στάση της είναι ήρεμη αλλά σε εγρήγορση.
Η νέα γυναίκα θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε πρόσφυγας που ονειρεύεται την επιστροφή στον χαμένο τόπο, με την αξιοπρέπεια και τη θλίψη των κατατρεγμένων.
Αρχιτεκτονική διάταξη και προσανατολισμός
Η μνημειακή στην πλειονότητά της γλυπτική του Βάσου Καπάνταη, η προορισμένη δηλαδή όχι τόσο για το μουσείο όσο για το δημόσιο χώρο, αποτελεί κομμάτι της ιστορίας αυτού του τόπου. Η Σμύρνα είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έργα του Νεοσμυρνιού γλύπτη.
Ο Χρύσανθος Χρήστου στο βιβλίο «Η Γλυπτική του Βάσου Καπάνταη» κάνει συχνά λόγο για τις ζωγραφικές αξίες στο έργο του Καπάνταη με αφορμή τις σκιές που εκμεταλλεύτηκε ο γλύπτης και ανάλογα με το φως της ημέρας αλλάζουν την όψη του γλυπτού. Είναι το ίδιο σημαντικό να τονιστεί η αρχιτεκτονική διάταξη και ο προσανατολισμός του γλυπτού στο χώρο που έχει ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση του μνημείου.
Ο Καπάνταης στήνει το γλυπτό σε μια άκρη της πλατείας αφήνοντας την πλατεία να εκτείνεται απεριόριστα εμπρός του, δημιουργώντας ένα κενό πλήρους νοήματος. Ο προσανατολισμός, η θέση, η στήριξη και η στάση του γλυπτού υποδηλώνουν το διάστημα που μεσολαβεί μέχρι το χώρο που αγναντεύει η φιγούρα, είτε αυτό στη φαντασία του θεατή είναι πέλαγος είτε στεριά, και δίνουν έρεισμα αληθοφάνειας στη σκηνή που διαδραματίζεται ενώπιον του θεατή.
Ο τρόπος δηλαδή που έχει στηθεί η Σμύρνα δημιουργεί την ψευδαίσθηση του χώρου στον οποίο παραπέμπει ως «απέναντι πλευρά». Το αποτέλεσμα δεν είναι στατικό. Είναι δυναμικό διότι είναι ακόμα καταφανής η εσωτερική ταραχή και τραγωδία που ζει με αξιοπρεπή αυτοσυγκράτηση η γυναικεία φιγούρα.
Το γλυπτό προκαλεί τον θεατή να σκεφτεί ότι παριστάνει τον ίδιο τον γλύπτη που, πίσω από τη μάσκα της γυναίκας, κηρύττει τον νόστο του με πάθος, καλλιτεχνική ορμή αλλά και αυτοσυγκράτηση σε μια πόλη γεμάτη με παλιούς πρόσφυγες.
Στην περίπτωση της Σμύρνας το αρχιτεκτονικό στήσιμο έρχεται να συμπληρώσει το γλυπτικό αποτέλεσμα και να δημιουργήσει μια θεατρική σκηνή πάνω στην πλατεία στην οποία παίζεται ξανά και ξανά το δράμα της προσφυγιάς, με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον θεατή, ο οποίος καθίσταται, όπως σε κάθε μεγάλο γλυπτικό έργο, ενεργητικός.
Βιβλιογραφία:
Δεληβοριάς Ά., Οικονομίδου Μ., Παπαστάμος Δ., Χρήστου Χ., «Καπάνταης Β. – Μνήμες Ιωνίας», Έκδοση Ιονικής Τράπεζας, Αθήνα, 1990
«Βάσος Καπάνταης», Μουσείο Μπενάκη/Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2007
Βάσος Καπάνταης: ο γλύπτης που λάτρεψε τη Νέα Σμύρνη
Μεγάλωνα στο Φάληρο, με όνειρα να γίνω γλύπτης. Ήδη έπλαθα μορφές σε πηλό και σκάλιζα σε πέτρα κεφαλάκια. Το μέλλον αβέβαιο και ο πόλεμος έδωσε τις λύσεις. Λύσεις κοσμογονικές. Ο βομβαρδισμός του Πειραιά από τους Γερμανούς, το 1941, μας φόβισε και φύγαμε αμέσως στη Νέα Σμύρνη, πού ήταν πρόσφατα εγκατεστημένοι οι πιο στενοί και αγαπητοί συγγενείς μας.
Η Νέα Σμύρνη ήταν χώρος παρθένος, με ποταμάκια, με βατράχια, με χελώνες και περιβόλια, με μονοκατοικίες, με πρόσφυγες, Μικρασιάτες κυρίως, κατοίκους και με το άγχος της επιβιώσεως για όλους το ίδιο. Πόλεμος πια. Συσσίτια, ψωμί με δελτίο, κάθε μέρα χειρότερα. Το πρόβλημα πια ήταν πανελλήνιο, όλοι φτωχοί, χωρίς πρόβλεψη για το αύριο, πεζή στην Αθήνα, πεζή στη θάλασσα του Π. Φαλήρου, ώρες ουρά για το ελάχιστο αγαθό, πλήρης οικονομική ισοπέδωση. Εκεί πια μέτραγε του καθενός το ψυχικό απόθεμα πού δεν αφαιρείται, του καθενός ή παράδοση και το φρόνημα, ή πίστη, τα ιδεώδη, τα ιδανικά. Όλα αυτά τα είχαμε άφθονα, όταν συσφιχθήκαμε, όπως πάντα γίνεται κάτω από δυνάστη. Λαμπρή περίοδος πνεύματος.
Η ύλη τότε ευτυχώς δεν μέτραγε, κανείς δεν κέρδιζε, κανείς δεν «αυγάτιζε», εξόν αυτοί πού σωστά τους είπαν «μαύρη αγορά», και εμείς πανευτυχείς πού πουλούσαμε τις βέρες, τα μπακίρια, το χρυσό στυλό του πατέρα μου, το μπρούντζινο μαγκαλάκι της Περγάμου, ευτυχείς για το λειψό επιούσιο πού παίρναμε πουλώντας τα.
Η εφηβεία και η νεότητα σ' όλη τη γλυκιά άνθιση. Εφηβεία μόνο με όνειρα, συναισθηματισμό και πατριωτισμό. Τι αγάπη ήταν αυτή για την Ελλάδα, την πατρίδα, τί όνειρα για το μέλλον της, τί υπερηφάνεια που είχαμε νικήσει στην Ήπειρο, τί περιφρόνηση απέναντι στους ξένους! Μόνο εμείς και τα υψηλά, εμείς, η νεότητα, και η πατρίδα! Και ακόμα, τί τύχη να είμαι απόφοιτος της περιώνυμης Ευαγγελικής Σχολής. Με το δίπλωμα της Ευαγγελικής πήγα στη Σχολή Καλών Τεχνών, στη Γλυπτική, και στο πανεπιστήμιο για Αρχαιολογία. Δίπλα μου, ή μητέρα μου ή Περγαμηνή, ιέρεια και στρατιώτης της Μικρασίας, τι δε μου είπε, τι δε με ενέπνευσε, τι δε με φώτισε για την πατρίδα που αφήσαμε στην Ανατολή!
Εφηβεία, νεότης στην προσφυγική Νέα Σμύρνη, τη Σμύρνη την όμορφη, την ελληνική, τη μικρασιατική. Μόνο ελληνικά μπόρεσα να ζήσω. Δεν μπόρεσα ούτε μια ξένη γλώσσα να μάθω κι ας το ήθελα. Αρνιόταν ο πείσμων πρόσφυξ Περγαμηνός εαυτός μου, αρνιόταν ό,τι δεν ήταν ελληνικό, ό,τι δεν ηχούσε ελληνικά και θαυμάζω τώρα πού ταξίδεψα πια πολλές φορές στη Μητέρα Μικρασία, θαυμάζω τον μείζονα ελληνικό ειρμό, θαυμάζω την ταυτότητα εκατέρωθεν του Αιγαίου, τη μοναδικότητα του δικού μας ήθους και ύφους, θαυμάζω τους αρχαίους, θαυμάζω τους καπεταναίους του εικοσιένα και κλαίω, κλαίω για το κάθε τι, το ελάχιστο δικό μας, κλαίω στη διαπίστωση του ακατάλυτου, του ενιαίου της Πατρίδας, του εδώ και του εκεί της Ανατολής. Τέτοια γλυπτική ήθελα να κάνω, σαν παλιός Ίων σε σύγχρονη εποχή. Μια γλυπτική πού οι ρίζες της να είναι βαθιά μες στα ελληνικά χώματα της γης μας, μια γλυπτική σαν να την έκανα στην Ιωνία.
Και έκανα γλυπτική χωρίς σταμάτημα, γλυπτική για δέκα ζωές, ευγνώμων πού μπόρεσα, όσο και αν ήταν το τίμημα ακριβό και βαρύ. Έκανα κάθε λογής δημιουργία, έπλασα, σκάλισα, χάραξα, ζωγράφισα, έγραψα, σταυρώθηκα, μα το ήθελα έτσι. Δεν γινόταν να ήταν αλλιώς. Ο χρόνος δεν φτάνει για όλα που φανταστήκαμε. Ήξερα πώς είμαι υπόλογος κάθε στιγμή στην Ιωνία, στη μητέρα μου, στον πατέρα μου και σε όλους τους Έλληνες, που μου έταξαν και μου έβαλαν όρους δύσκολους και στόχους άπιαστους. Μακάρι να χαίρονται, αν με βλέπουν, και να μην τους πρόδωσα, μακάρι να χαίρονται, που ο καθένας τους, με τον τρόπο του, συνέβαλε να σκιρτήσω σύγκορμος και να αισθανθώ όσα αισθάνθηκα, να πληρώσω το μέγα τίμημα της καταγωγής, το «πατρώον χρέος» και την οφειλή μου, όσο και αν ήταν δύσκολα και δίσεκτα τα χρόνια αυτά.
Φόβος Θεού για κάθε βήμα, για κάθε κίνηση, ως υπόλογος στους καλούς ανθρώπους, φόβος για το μεμπτό, το αναξιοπρεπές, το άπρεπο, το ευτελές, το υλικό, φόβος για ψυχή στενή και εφήμερα μικρά μεγέθη. Παράκληση θερμή στις δυνάμεις πού κανονίζουν τις ζωές μας, τις μικρές και ασήμαντες ζωές μας, να μου χαριστούν το εύγε της συνείδησης.
Είναι ήδη πολύ, ευτυχώς, να είσαι Ίων, να είσαι από πρόσφυγες γονείς του 1922, να είσαι γλύπτης και πολίτης του αρχαίου Δήμου των Αθηναίων, να είσαι πατέρας γιου και σύζυγος γυναίκας, να έχεις σπίτι και αυλή και δέντρα και σκύλους και πουλιά ελεύθερα στα δέντρα, να έχεις φίλους και Θεό και ελπίδα για ειρηνική παλιννόστηση στη γη των προγόνων.
Η ζωή είναι δύσκολη, ειδικά τώρα πού ο άνθρωπος επιβιώνει ανάμεσα σε μηχανές και έχασε την πανάρχαια φύση του.
Ζεΰ Σωτήρ, Χριστέ βοήθει!
Photo: Αλέξης Ηλιάδης
Πηγή: Γραφείο Τύπου Δήμου Νέας Σμύρνης