Ο ερευνητής Βασίλης Κολώνας επιστρέφει στη Μικρά Ασία με μια έκδοση για το αρχιτεκτονικό παρελθόν της
Η Σμύρνη επιστρέφει επίμονα στη ζωή του Βασίλη Κολώνα εδώ και σχεδόν 30 χρόνια. Κι ας μην έχει ο ίδιος οικογενειακή σχέση με τον μικρασιατικό Ελληνισμό. Ο Θεσσαλονικιός ερευνητής της αρχιτεκτονικής και ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας βρέθηκε για πρώτη φορά στην πόλη το 1995 ως βασικός συνεργάτης του ερευνητικού προγράμματος «Kαταγραφή των ελληνικών αρχιτεκτονικών μνημείων και συνόλων στην Aνατολική Μεσόγειο», με επιστημονική υπεύθυνη την Αλεξάνδρα Καραδήμου-Γερόλυμπου.
Λίγα χρόνια αργότερα επέστρεψε στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού προγράμματος με θέμα την αρχιτεκτονική κληρονομιά της Μεσογείου (1850-1950), που εν μέρει απέδωσε το βιβλίο του «Έλληνες Αρχιτέκτονες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία» (εκδ. Ολκός, 2004), όπου υπήρχε εκτενής αναφορά στους αρχιτέκτονες της Σμύρνης.
Αλλά ο σμυρναίικος κύκλος του κ. Κολώνα δεν είχε ολοκληρωθεί. Στις δύο δεκαετίες που μεσολάβησαν, τόσο στην Ελλάδα όσο και την Τουρκία υπήρξε μια πληθώρα επιστημονικών μελετών, διδακτορικών διατριβών και άρθρων για τη Σμύρνη, με εκτενείς αναφορές στην πολεοδομική εξέλιξη της πόλης, αλλά χωρίς αντίστοιχες μελέτες για την αρχιτεκτονική. Η προσωπική, διαρκής ενασχόλησή του με την αρχιτεκτονική της περιόδου των Οθωμανικών Μεταρρυθμίσεων και η συνεργασία με επιστημονικούς φορείς και ερευνητικά κέντρα της γείτονος τον οδήγησαν ύστερα από περίπου 25 χρόνια πίσω στη Σμύρνη και, στη συνέχεια, για ακόμη μία φορά, στα Οθωμανικά Πρωθυπουργικά Αρχεία στην Κωνσταντινούπολη.
«Η έρευνα», λέει στην «Καθημερινή» «έφερε στο φως νέα στοιχεία για την αρχιτεκτονική δραστηριότητα της ελληνορθόδοξης κοινότητας στους τομείς της εκπαίδευσης και της λατρείας». Η αρχική μελέτη του εμπλουτίστηκε με τα νέα δεδομένα, καρπός της οποίας είναι η καινούρια, αυτοτελής έκδοση από τις εκδόσεις University Studio Press.
Το γεγονός ότι μόλις τρεις μήνες μετά την κυκλοφορία του βιβλίου «Σμύρνη 1870-1922, Πόλη και αρχιτεκτονική, η συμβολή των Ελλήνων» υπάρχει ήδη ενδιαφέρον για την έκδοσή του στα αγγλικά και στα τουρκικά δείχνει το βεληνεκές της φιλοδοξίας. Δίπλα στην εκτενή αναφορά στους Έλληνες αρχιτέκτονες και μηχανικούς αλλά και στην (κυριολεκτικά) εξαντλητική παρουσίαση των κτιρίων που οφείλονται σε κοινοτική ή συλλογική πρωτοβουλία, των κτιρίων που στεγάζουν εμπορικές χρήσεις και χρήσεις αναψυχής και, βέβαια, των διαφόρων τύπων κατοικίας που εντοπίστηκαν στην πόλη και στα προάστια, ξεχωριστό κεφάλαιο αναφέρεται στην κοινωνική ζωή της Σμύρνης, ως το οικονομικό και ιδεολογικό πλαίσιο της αρχιτεκτονικής δημιουργίας.
«Στην έκδοση επισημαίνεται επίσης η ακτινοβολία αυτής της αρχιτεκτονικής στον ευρύτερο μικρασιατικό χώρο, αλλά και τον απέναντι αιγιακό, καθώς οι αμφίδρομες επιρροές δεν περιορίζονται στην ανώνυμη λαϊκή παράδοση, αλλά μεταφέρονται και στη λόγια αρχιτεκτονική», τονίζει ο κ. Κολώνας.
Στην έκδοση ανθολογούνται, ανάμεσα σε άλλα, τα ονόματα σημαντικών αρχιτεκτόνων και μηχανικών της εποχής, όπως του Ιγνάτιου Βαφειάδη (Θέατρο Σμύρνης, Τράπεζα Ανατολής κ.ά.), του Ξενοφώντος Λάτρη (Ομήρειο Παρθεναγωγείο, Γαλλικό Προξενείο, καμπαναριό Αγίας Φωτεινής κ.ά.), του εξ Αθηνών Παναγιώτη Καραθανασόπουλου (Κεντρικό Παρθεναγωγείο κ.ά.) και του μηχανικού Πολύκαρπου Βιτάλη, ο οποίος σχεδίασε και συμμετείχε στην κατασκευή της περίφημης προκυμαίας της πόλης.
«Σκοτεινά σημεία»
Καθώς παρακολουθεί την πόλη ερευνητικά από τη δεκαετία του ’90 αναρωτιέμαι αν υπάρχουν ακόμη «γρίφοι» ή «σκοτεινά σημεία» σε σχέση με την περίοδο που καταπιάνεται. «Δεδομένης της σχεδόν ολοκληρωτικής καταστροφής των ευρωπαϊκών συνοικιών της Σμύρνης αλλά και της ανοικοδόμησης που ακολούθησε μεταπολεμικά σε περιοχές που είχαν διασωθεί, η μοναδική πηγή άντλησης εικονογραφικού υλικού ήταν οι απεικονίσεις, της προκυμαίας κυρίως, σε καρτ ποστάλ της εποχής», τονίζει ο συγγραφέας.
Και προσθέτει: «Η σταδιακή δυνατότητα πρόσβασης σε φωτογραφικά αρχεία συλλεκτών και δημοσίων ιδρυμάτων ενίσχυσε την εικονογραφία της πόλης και επομένως τις πληροφορίες για το κτιριακό της απόθεμα. Κορυφαία συνεισφορά προς αυτή την κατεύθυνση υπήρξε ο μεγάλος αριθμός των αρχιτεκτονικών σχεδίων που εντοπίσαμε στα Πρωθυπουργικά Αρχεία στην Κωνσταντινούπολη και στα Διπλωματικά Αρχεία της Γαλλίας στο Παρίσι. Δυσκολίες υπάρχουν ως προς τη διερεύνηση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των ιδιωτικών κτιρίων, κατοικιών κυρίως, στις περιοχές που διασώθηκαν από την πυρκαγιά ή απεικονίζονται στις φωτογραφίες, δηλαδή την ταύτιση του κτιρίου και του αρχικού ιδιοκτήτη, στον οποίο αποδίδεται και η αντίστοιχη στυλιστική επιλογή. Μοναδική εξαίρεση αποτελούν οι ιδιοκτησίες του παραλιακού μετώπου που καταγράφονται στο κτηματολογικό διάγραμμα του 1889. Αυτές πιστεύω ότι θα είναι και οι ευχάριστες «εκπλήξεις» για τους μελλοντικούς ερευνητές, εφόσον βέβαια συνεχίσει να υπάρχει ενδιαφέρον για την αποκατάσταση της εικόνας της πόλης που χάθηκε, ανοικοδομήθηκε, αλλοιώθηκε».
Έχοντας το προνόμιο της σύγκρισης, ρωτάω τον Βασίλη Κολώνα αν η κοινωνία της σύγχρονης Σμύρνης είναι πιο ανοιχτή σήμερα στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει το προ του 1922 παρελθόν της πόλης σε σχέση με παλαιότερα;
«Σε όλη τη διάρκεια της έρευνας και της συγγραφής του βιβλίου είχα αμέριστη συμπαράσταση από συναδέλφους, αρχιτέκτονες και καθηγητές στο πανεπιστήμιο, στη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη, καθώς και από συλλογικούς φορείς όπως ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων Σμύρνης, ο οποίος με κάλεσε να μιλήσω για το, υπό έκδοση τότε, βιβλίο τον Οκτώβριο του 2022. Για το παρελθόν της Σμύρνης πριν από το 1922 όλοι αναγνωρίζουν τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της πόλης και της πολυεθνικής κοινωνίας της, δεν υπάρχουν ωστόσο πάντοτε οι οφειλόμενες αναφορές στην εθνο-θρησκευτική ταυτότητα των εκάστοτε ιδιοκτητών. Πιστεύω ότι οι νέοι συνάδελφοι απομακρύνονται από τα εκατέρωθεν στερεότυπα και τις αποκλειστικά συναισθηματικές προσεγγίσεις, και εστιάζουν στην αποκατάσταση της συνέχειας στην εικόνα και, εντέλει, την Ιστορία της πόλης».
Δημήτρης Ρηγόπουλος